ακουτσομπόλευτος

ακουτσομπόλευτος
η , ο не ставший предметом сплетен, пересудов, кривотолков

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακουτσομπόλευτος" в других словарях:

  • ακουτσομπόλευτος — ακουτσομπόλευτος, η, ο και ακοτσομπόλευτος, η, ο αυτός που δεν κακολογιέται, κυρίως κρυφά: Δεν άφηναν γνωστό τους άνθρωπο ακοτσομπόλευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουτσομπόλευτος — η, ο [κουτσομπολεύω] αυτός, για τον οποίο δεν έγινε κουτσομπολιό, τού οποίου δεν κακολόγησαν ή δεν σχολίασαν την ιδιωτική ζωή …   Dictionary of Greek

  • ακουτσομπόλιαστος — η, ο [κουτσομπολιάζω] ο ακουτσομπόλευτος …   Dictionary of Greek

  • αξόμπλιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει ξόμπλια, κεντίδια, ακέντητος, αποίκιλτος: Το φόρεμα ήταν καλοραμμένο, αλλά αξόμπλιαστο. 2. ακουτσομπόλευτος, ακακολόγητος: Όταν βρίσκονταν οι δυο τους δεν άφηναν άνθρωπο αξόμπλιαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»